-
1 небольшой
небольшой μικρός, όχι μεγάλος· \небольшой перерыв ξτο μικρό διάλειμμα· \небольшойая комната το μικρό δωμάτιο* * *μικρός, όχι μεγάλοςнебольшо́й переры́в — το μικρό διάλειμμα
небольша́я ко́мната — το μικρό δωμάτιο
1 небольшой
небольшо́й переры́в — το μικρό διάλειμμα
небольша́я ко́мната — το μικρό δωμάτιο